φλέγμα

φλέγμα
το, ΝΜΑ, και φλέμα Ν
νεοελλ.
1. βλεννώδης ύλη που εκκρίνουν οι ρινικές κοιλότητες ή οι βρόγχοι
2. μτφ. ψυχραιμία, απάθεια
μσν.-αρχ.
ένας από τους τέσσερεις χυμούς τού σώματος, λευκή και βλεννώδης ύλη στην οποία απέδιδαν πολλές ασθένειες («φλέγμα ὀξὺ καὶ ἁλμυρὸν πηγὴ πάντων νοσημάτων ὅσα γίγνεται καταρροϊκά», Πλάτ.)
αρχ.
1. φλόγα
2. εσωτερική φλόγωση, φλεγμονή
3. μτφ. οργή, χολή («ἄγριον Ἀρχιλόχου φλέγμα», Ανθ. Παλ.)
4. φρ. «λευκὸν φλέγμα» — είδος ύδρωπα (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω. Η λ. χρησιμοποιήθηκε στο ιατρικό λεξιλόγιο και με αυτή τη σημ. την δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. fleuma, flemma) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες, πρβλ. αρχ. γαλλ. fleume, flaime, γαλλ. flegme, ιταλ. flemma, αγγλ. phlegm].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φλέγμα — flame neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλέγμα — το, ατος 1. βλεννώδης ύλη που εκκρίνεται από τις ρινικές κοιλότητες, η μύξα. 2. η βλέννα που προέρχεται από τους βρόγχους, το φλέμα, το ρόχαλο: Βήχει και βγάζει πολλά φλέγματα. 3. μτφ., ψυχραιμία, απάθεια, ασυγκινησία: Βρετανικό φλέγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλεγμάναντα — φλεγμά̱ναντα , φλεγμαίνω causeto swell up aor part act neut nom/voc/acc pl (epic doric aeolic) φλεγμά̱ναντα , φλεγμαίνω causeto swell up aor part act masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγμάνῃ — φλεγμά̱νῃ , φλεγμαίνω causeto swell up aor subj mid 2nd sg (epic doric aeolic) φλεγμά̱νῃ , φλεγμαίνω causeto swell up aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλέγμ' — φλέγμα , φλέγμα flame neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγμάναντος — φλεγμά̱ναντος , φλεγμαίνω causeto swell up aor part act masc/neut gen sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγμάνασα — φλεγμά̱νᾱσα , φλεγμαίνω causeto swell up aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγμάνῃς — φλεγμά̱νῃς , φλεγμαίνω causeto swell up aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγμάτων — φλέγμα flame neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλέγμασι — φλέγμα flame neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”